- ἁγνιστήριον
- ἁγνιστήριονinstrument of purificationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγνιστήριον — ἁγνιστήριον, το (Α) [ἁγνίζω] 1. αυτό με το οποίο κανείς καθαίρεται, εξαγνίζεται 2. ο τόπος καθαρμού, εξαγνισμού … Dictionary of Greek
αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… … Dictionary of Greek